-
1 προεῖπον
προεῖπον (alsoA- εῖπα Plb.3.114.8
), [tense] aor. with no [tense] pres. in use, προλέγω and προαγορεύω being used, part. προειπών, inf. προειπεῖν:— foretell, Pl.Euthphr.3c, al., Gal.14.601; premise, .II proclaim or declare publicly,ἀλλήλοισι πόλεμον π. Hdt.7.9
.β; ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι π. Id.7.116
;ἀγῶνας ἑκάστοις X.Cyr.1.6.18
; νικητήρια ταῖς τάξεσι ib. 2.1.24;θάνατον αὐτῷ π. μὴ πράξαντι ταῦτα Pl.Lg. 698c
; π. τινὶ φόνου make proclamation of murder against him, D.59.9, cf. Lex ap.eund. 43.57;π. τοῖς θεοῖς ὅτι.. Pl.Cra. 401a
; ὀνυμάξει αὐτὸν προειπὼν τρῖς ἁμέρας giving notice of three days (within which he must answer the call), Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene); (i A.D.).III c. inf., order or command before,πρό οἱ εἴπομεν.., μήτ' αὐτὸν κτείνειν Od.1.37
, cf. Hdt.1.21, 155, 7.12, S.OT 351;οἱ νόμοι προεῖπον αὐτῷ μὴ δημηγορεῖν Aeschin.1.3
;π. τοῖς καδεσταῖς ἀλλύεθθαι Leg.Gort.2.28
: c. acc. et inf.,π. σῖτον ἐσάγειν τὸν βουλόμενον Th.4.26
; π. αὐτῷ δήσειν threatened him that.., And.4.17.2 enjoin, c. acc.,π. Λυδοῖσι τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο Hdt.1.156
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεῖπον
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский